proof: απόδειξη, π.χ. στα μαθηματικά η απόδειξη ενός θεωρήματος ή η απόδειξη της ενοχής κάποιου
Παραδείγματα:
Everybody is innocent until proven guiltyΚανείς είναι αθώος μέχρι να αποδειχτεί ένοχος
Your dissertation will have to prove your thesis on the subjectΗ διατριβή σου θα πρέπει να αποδείξει τις απόψεις σου πάνω στο θέμα
We need irrefutable proof to convict the suspectΧρειαζόμαστε αδιάσειστες αποδείξεις για να καταδικάσουμε τον ύποπτο
Can you prove that sida α of the triangle is longer than side β?Μπόρείς να αποδείξεις ότι η πλευρά α του τριγώνου είναι μεγαλύτερη από την πλευρά β?
This will remain a theory until it is provenαυτό θα παραμείνει μια θεωρία έως ότου αποδειχθεί
I will prove it to you once and for allΘα σου το αποδείξω μια και καλή
She proved her managerial ability by solving this business problemΑπέδειξε τις διοικητικές της ικανότητες λύνοντας αυτό το επιχειρηματικό πρόβλημα
Having made, at least, this one hit, whatever it might prove to be worth, and no customers coming in to help him to any other … Charles Dickens – A Tale of two Cities Έχοντας πετύχει, σ’αυτό τουλάχιστον, ότι κι αν αυτό αποδεικνυόταν ότι αξίζει, και χωρίς πελάτες να έρθουν να τον βοηθήσουν στο επόμενο …
Τελευταία Σχόλια