λόγος, σκέφτομαι λογικά, συγκροτώ λογική σκέψη, εξηγώ με λογικό τρόπο
Ομαλό ρήμα reason, reasoned, reasoned, reasoning
reasonable: λογικός, λογικευμένος
Παραδείγματα:
- Is there a reason for which you didn’t call me yesterday? Υπάρχει λόγος που δεν μου τηλεφώνησες χθες?
- Tell me a reason, why I should believe you. Πες μου ένα λόγο, γιατί να σε πιστέψω.
- Try to be reasonable. Go back to your wife. Προσπάθησε να λογικευτείς. Γύρισε στη γυναίκα σου.
Τελευταία Σχόλια