συρρικνώνομαι, συρρικνώνω, μειώνω, μειώνομαι, οπισθοχωρώ, μπαίνει/μαζεύει (π.χ. ένα ύφασμα, ρούχο)
Επίσης shrink, shrunk, shrunken
Σας ουσιαστικό διατηρεί την ίδια βασική έννοια:
shrink, shrinkage: μείωση, Tκαι επιπλεον
ψυχίατρος
Παραδείγματα:
Shrunk heads. Photo by Joe Mabel
Honey, I shrunk the kids Τίτλος γνωστής ταινίας του 1989
This delicate garment will shrink if you machine-wash it Αυτό το ευαίσθητο ρούχο θα μπεί εάν πλυθεί στο πλυντήριο
Sales shrunk last quarter Οι πωλήσεις συρρικνώθηκαν το τελευταίο 3μηνο
The process of creating a shrunk head begins with removing the skull from the neck. Η διαδικασία συρρίκνωσης κεφαλιού ξεκινάει με την απομάκρυνση του κρανίου από το λαιμό και πάνω
He made a fine-looking soldier, except for the slight shrinking in his shoulders, and the haunted look in his eyes. Arthur Guy Empey – Over The Top Ήταν μια χαρά στρατιώτης εκτός από το ελφαφρύ μάζεμα των ώμων του και την τρομαγμένη του ματιά
The great trees, which had looked shrunken and bare in the earlier months, had now burst into strong life and health; Charles Dickens – Oliver Twist Τα μεγάλα δέντρα που φαίνονταν να έχουν μικρύνει κι απογυμνωθεί τους προηγούμενους μήνες, είχαν τώρα μπεί σε φάση έκρηξης ζωηρής ανάπτυξης και υγείας.
Τελευταία Σχόλια