Ο αόριστος και η μετοχή του συναντώνται και με τη μορφή ομαλού ρήματος: smelled
Σαν ουσιαστικό έχει την ίδια βασική έννοια: μυρωδιά, όσφρηση, βρώμα
smelly (adj): κάποιος ή κάτι που μυρίζει άσχημα
Παραδείγματα:
This spanakopita smells so good!Αυτή η σπανακόπιτα μυρίζει τόσο ωραία!
A pleasant smell such as that of a perfume or of flowers, we usually call: a fragrance or an aromaΜία ωραία μυρωδιά όπως αυτή ενός αρώματος ή λουλουδιών, συχνά την λέμε: fragrance ή aroma
on the other hand, an unpleasant smell, we usually call: an odor.ενώ αντίθετα, μία δυσάρεστη μυρωδιά, συνήθως την λέμε odor
If something smells really bad we can also say that it stinks, but this is colloquial.Αν κάτι μυρίζει πραγματικά πολύ άσχημα μπορούμε επίσης να πούμε ότι , αλλά αυτό είναι μόνο του προφορικού καθημερινού λόγου
A shark can smell blood from very far awayΈνας καρχαρίας μπορεί να μυρίσει το αίμα από πολύ μακριά
If your feet smell and your nose runs your are standing upside down 🙂 Εάν τα πόδια σου μυρίζουν κι η μύτη σου τρέχει τότε στέκεσαι ανάποδα
Wolves have a sense of smell about 100 times greater than humans Οι λύκοι έχουν 100 φορές μεγαλύτερη ικανότητα όσφρησης απ’ότι οι άνθρωποι
Smelly cat, what are they feeding you? Phoebe/Friends – ομώνυμο τραγουδάκι Γάτα που μυρίζεις, τι σε ταϊζουν?
There was an inhospitable smell in the room, of cold soot and hot dust; Charles Dickens – Great Expectations Υπήρχε μία αφιλόξενη μυρωδιά στο δωμάτιο, (αυτή) από κρύα καπνιά και ζεστή σκόνη
The night was hot, and the shop, close shut and surrounded by so foul a neighbourhood, was ill-smelling. Charles Dickens – A Tale of two Cities Η νύχτα ήταν πολύ ζεστή και το μαγαζί, κλειστό και μέσα μία τόσο αρρωστημένη γειτονιά, μύριζε άσχημα.
Τελευταία Σχόλια