The witness put his hand on the Bible and swore to tell the truthΟ μάρτυρας έβαλε το χέρι το πάνω στο Ευαγγέλιο και ορκίστηκε να πει την αλήθεια
He swears he wasn’t there at that timeΟρκίζεται ότι δεν ήταν τότε εκεί
One should never swear especially in front of childrenΔεν πρέπει κανείς να βλαστημάει ειδικά μπροστά στα παιδιά
I swear to God, I didn’t do itΜα τω Θεώ δεν το έκανα
Doctors all over the world still swear the Hippocratic oathΓιατροί σ’όλο τον κόσμο ακόμα ορκίζονται τον όρκο του Ιπποκράτη
I recalled how he had made me swear fidelity in the churchyard long ago, and how he had described himself last night as always swearing to his resolutions … Charles Dickens – Great Expectations Θυμάμαι που, πολύ καιρό πριν, στην αυλή της εκκλησίας, με έκανε να ορκιστώ πίστη και το πως περιέγραψε τον εαυτό του χτες το βράδυ σαν κάποιον που πάντα ορκίζεται για τις αποφάσεις που παίρνει …
Τελευταία Σχόλια