Un coup! ένα χτύπημα!
Ανήκει κι αυτό στην κατηγορία των “σταθερών” και “μεταβλητών”. Με σταθερό το coup και μεταβλητό το ουσιαστικό, μπορούμε να φτιάξουμε ένα πλήθος από διαφορετικές εκφράσεις.
Φαίνεται, τελικά, πως σε θέματα “οικονομίας”, οι Γάλλοι δεν αστειεύονται. Ζούμε, άλλωστε, σε δύσκολους καιρούς.
Ας δούμε λοιπόν πως μ’ένα “χτύπημα” καταφέρνουν, τελικά, να δώσουν πολλά …
-
un coup de téléphone / un coup de fil ένα τηλεφώνημα
le téléphone, le fil τηλ. καλώδιο
Passe moi un coup de fil/un coup de téléphone, demain. Κάνε μου ένα τηλεφώνημα, αύριο.
-
un coup de foudre κεραυνοβόλος έρωτας
la foudre κεραυνός / αστραπή / βροντή
J’ai eu le coup de foudre. Ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα.
-
un coup de soleil έγκαυμα (ηλιακό)
le soleil ήλιος
En été, il faut toujours porter un chapeau, des lunettes et une crème solaire pour éviter les coups de soleil. Το καλοκαίρι πρέπει να φοράμε πάντα καπέλο, γυαλιά και αντιλιακή κρέμα για ν’αποφύγουμε τα ηλιακά εγκαύματα.
-
un coup de poing μπουνιά
le poing μπουνιά
Le boxeur a donné un coup de poing à son adversaire. Ο μποξέρ έδωσε μια μπουνιά στον αντίπαλό του.
-
un coup de pied κλωτσιά
le pied πόδι
Pierre a donné un coup de pied au ballon. Ο Πέτρος έδωσε μια κλωτσιά στη μπάλα.
-
un coup de main ένα χεράκι, βοήθεια
la main χέρι
Tu as beaucoup de travail, je te donne volontiers un coup de main. Έχεις πολλή δουλειά, σου δίνω ευχαρίστως ένα χεράκι (λίγη βοήθεια).
-
un coup d’œil ματιά, βλέμμα
l’ œil μάτι
Il m’ a jeté un coup d’œil furieux. Μου έριξε ένα εξοργισμένο βλέμμα.
-
un coup de frein φρενάρισμα
le fein φρένο
Elle a donné un coup de frein brutal, devant le feu rouge. Έκανε ένα απότομο φρενάρισμα, μπροστά στο κόκκινο φανάρι.
-
un coup de dent δαγκωνιά
la dent δόντι
Le chien a donné un coup de dent au petit enfant. Ο σκύλος έδωσε μια δαγκωνιά στο μικρό παιδί.
-
un coup de balai σκούπισμα
le balai σκούπα
-
un coup de chiffon ξεσκόνισμα
le chiffon ξεσκνόπανο
Maman donne un coup de chiffon, puis un coup de balai à la maison. Η μαμά κάνει ένα ξεσκόνισμα, ύστερα ένα σκούπισμα στο σπίτι.
-
un coup de fer σιδέρωμα
le fer σίδερο
“Maman peux-tu donner un coup de fer à mon pantalon, s’il te plaît?” “Μαμά μπορείς να κάνεις ένα σιδέρωμα στο παντελόνι μου, σε παρακαλώ;”
-
un coup de bâton χτύπημα (με ξύλο, με μπαστούνι)
le bâton μπαστούνι
Le père a donné des coups de bâton à l’enfant agité. Ο πατέρας χτύπησε το ανήσυχο παιδί.
-
un coup de vent / en coup de vent αστραπιαία
le vent ο άνεμος
Il a visité la ville en coup de vent. Επισκεύθηκε την πόλη αστραπιαία
-
un coup de pompe απότομη κούραση
une pompe αντλία
On a souvent un coup de pompe après un repas copieux. Αισθανόμαστε συχνά κούραση ύστερα από ένα πλούσιο γεύμα
Πρόσφατα